- δρώ
- (AM δρῶ, -άω)1. αναπτύσσω δράση, ενέργεια2. επιδρώ3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα δρώμεναα) θεατρική παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμαβ) θρησκευτικές τελετέςαρχ.1. πράττω, ενεργώ, κατορθώνω2. προσφέρω θυσία, τελώ μυστικές ιεροτελεστίες3. κάνω κάτι ως υπηρέτης, υπηρετώ4. φέρω εις πέρας ένα έργο καλό ή κακό, κάνω κάτι5. (ως αντίθετο τού πάσχω) κάνω κάτι καλό («ἄξια δράσας ἄξια πάσχων»)6. (για πράγματα) είμαι χρήσιμος, εκπληρώνω έναν σκοπό.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε μακρόφωνη ρίζα δρᾱ- (πρβλ. κρᾱ, τλᾱ-) < IE *dr-e∂z «εργάζομαι» από αρχική δισύλλαβη ρίζα (πρβλ. λιθ. daraũ, daryti, λεττ. darit «κάνω»). Η ρίζα δρᾱ- του δρω μορφολογικά ταυτίζεται με τη ρίζα δρᾱ- τού διδράσκω*. Το θ. δραν-, που απαντά στο δραίνω < *δραν-jω (πρβλ. βαίνω), είναι υστερογενές και παρεκτεταμένο με -s- εμφανίζεται στα αδρανής* ολιγοδρανής. Ως συνώνυμα χρησιμοποιούνται τα ελλ. πράττω, ποιώ, έρδω, τα γερμ. tun, machen, το γαλλ. faire, το αγγλ. do κ.ά. τα οποία αποδίδουν τη γενική έννοια «πράττω, κάνω» με διάφορες σημασιολογικές αποχρώσεις].
Dictionary of Greek. 2013.